- παρωχημένων
- παροχέομαιsit beside in a chariotperf part mp fem gen plπαροχέομαιsit beside in a chariotperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρῳχημένων — παροίχομαι to have passed by perf part mp fem gen pl παροίχομαι to have passed by perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον … Dictionary of Greek
πρόθημα — Στοιχείο που προτάσσεται σε ένα όνομα ή σε ένα ρήμα και που η λειτουργία του είναι μορφολογική ή σημασιολογική. Στην αρχαία ελληνική, τυπικά π. είναι η αύξηση (ένδειξη των παρωχημένων ρηματικών χρόνων) και ο αναδιπλασιασμός (ένδειξη των ρηματικών … Dictionary of Greek
Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… … Dictionary of Greek